- οικοτροφία
- η1) пребывание в интернате, в пансионе; 2) пансионное содержание, обеспечение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοτροφία — η [οικότροφος] το να είναι κάποιος οικότροφος … Dictionary of Greek